- παραφυλάσσωμεν
- παραφυλάσσωwatch besidepres subj act 1st plπαραφυλάσσωwatch besidepres subj act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραφυλά(γ)ω — παραφυλάσσω και αττ. τ. παραφυλάττω, ΝΜΑ νεοελλ. ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι νεοελλ. μσν. προφυλάγω, διατηρώ κάτι με προσοχή (α. «τα παραφυλάει τα ρούχα του» β. «τὰ εἴπαμεν εἰς αλλήλους νὰ τὰ παραφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ μάθει», Λίβ.… … Dictionary of Greek